Την ιστορία της πιο δραματικής δεκαετίας του τραπεζικού μας συστήματος, από τα χρόνια της ανέφελης επέκτασής του, ως την εποχή της απότομης συρρίκνωσης, λόγω της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης, «αφηγούνται» οι αριθμοί της ειδικής έρευνας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την πρόσβαση σε τραπεζικές υπηρεσίες (FinancialAccessSurvey).
Αριθμοί, που δείχνουν πόσο απότομα διογκώθηκε το τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα, στα πρώτα χρόνια μετά την είσοδο στο ευρώ, για να χάσει, εξίσου απότομα, όλο το κερδισμένο έδαφος, μέσα στα έξι χρόνια της μεγάλης ύφεσης (2008-2013).
Τα στοιχεία της έρευνας καλύπτουν την περίοδο 2004-2013. Σημαντικότεροι σταθμοί, για να κατανοήσει κανείς το φαινόμενο της εξάπλωσης και συρρίκνωσης είναι τα έτη 2004, χρονιά απόλυτης οικονομικής ευφορίας, μετά την ένταξη στην ευρωζώνη και την επιτυχημένη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, 2008, όταν η ανάπτυξη της οικονομίας ανακόπηκε από τη διεθνή κρίση, και 2013, που είναι και το τελευταίο, σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις, έτος της πρωτοφανούς ύφεσης, η οποία «ψαλίδισε» περίπου το ένα τέταρτο του εθνικού προϊόντος.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία του ΔΝΤ,
$11. Τα δίκτυα καταστημάτων των τραπεζών επεκτάθηκαν με πολύ γοργούς ρυθμούς την περίοδο 2004-2008. Το 2004, σε κάθε τετραγωνικό χιλιόμετρο υπήρχαν 24,6 καταστήματα, ενώ το 2008 ο αριθμός τους είχε ξεπεράσει τα 31 -αυτό είναι και ένα ιστορικό ρεκόρ που θα περάσουν δεκαετίες για να ξεπερασθεί, όπως λένε τραπεζικά στελέχη. Η πορεία συρρίκνωσης, που άρχισε μετά το 2008, ήταν πράγματι δραματική, με αποτέλεσμα τα καταστήματα/τ.χλμ. να μειωθούν σε 23,6, δηλαδή λιγότερα από το 2004. Τα ίδια συμπεράσματα βγαίνουν και από τα στοιχεία για τα καταστήματα ανά 100.000 κατοίκους: από τα 33,6 το 2004, φθάνουμε στα 41,8 το 2008, για να επέλθει στη συνέχεια η απότομη υποχώρηση στα 31,6, δηλαδή αρκετά χαμηλότερα από το σημείο εκκίνησης του 2004.
$12. Τα στοιχεία για τα δάνεια αποτυπώνουν, ίσως, ακόμη πιο καθαρά την τραπεζική «φούσκα» της ελληνικής αγοράς. Από το 2004, ως το 2008, δηλαδή την εποχή που οι τράπεζες «βομβάρδιζαν» τους καταναλωτές με δάνεια εορτών και διακοπών και είχαν χαλαρώσει επικίνδυνα τα κριτήρια δανειοδότησης, ο αριθμός των δανειακών λογαριασμών για κάθε 1.000 κατοίκους εκτινάχθηκε από τους 745 στους 1.296, μια αύξηση σχεδόν 74%! Ως το 2013, η εικόνα είχε ανατραπεί δραματικά, καθώς οι λογαριασμοί μειώθηκαν κάτω από τους 730, δηλαδή σε χαμηλότερο επίπεδο από το σημείο εκκίνησης του 2004.
$13. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα στοιχεία για τις καταθέσεις και τα δάνεια, που παρουσιάζονται στην έρευνα όχι ως απόλυτα μεγέθη, αλλά ως ποσοστά του ΑΕΠ. Το 2004, οι καταθέσεις αντιστοιχούσαν στο 66% του εθνικού εισοδήματος και τα δάνεια στο 60%. Το 2008, οι καταθέσεις είχαν εκτιναχθεί στο 94,5% του ΑΕΠ και τα δάνεια στο 82,8. Σημειωτέον ότι αυτή η αύξηση των ποσοστών καταγράφεται σε μια περίοδο σημαντικής αύξησης του ΑΕΠ, δηλαδή τα δάνεια και οι καταθέσεις αυξάνονται συνεχώς ως ποσοστό ενός ολοένα αυξανόμενου εθνικού εισοδήματος. Από το 2008, το ΑΕΠ άρχισε να… κατρακυλάει, για να μειωθεί σωρευτικά, όπως προαναφέρθηκε, περίπου κατά το ένα τέταρτο. Οι καταθέσεις μειώθηκαν σημαντικά, ως ποσοστό αυτού του μειωμένου ΑΕΠ, υποχωρώντας το 2013 στο 80,4%, κάτι που αντανακλά το τεράστιο πρόβλημα ρευστότητας, που έχει σήμερα το τραπεζικό μας σύστημα. Αυτές οι «ισχνές» καταθέσεις, όμως, χρηματοδοτούν δάνεια, το ύψος των οποίων έχει εκτιναχθεί στο 108,5% του (μειωμένου) ΑΕΠ! Αυτό το μεγάλο άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ δανείων και καταθέσεων, που καλύπτεται με ρευστότητα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν αποκλεισμένες από τις αγορές, είναι ένα από τα μεγάλα εμπόδια σε κάθε προσπάθεια αύξησης των χορηγήσεων από τις τράπεζες.
Δυστυχώς, η πορεία συρρίκνωσης του τραπεζικού συστήματος δεν τελείωσε το 2013. Το τραπεζικό σύστημα είναι συγκεντρωμένο πλέον σε τέσσερις μεγάλους ομίλους, που ελέγχουν σε συντριπτικό βαθμό την αγορά, αλλά καλούνται (από τη συγκυρία και από την τρόικα…) να περιορίσουν ακόμη περισσότερο το… λίπος τους.
Οι ελληνικές τράπεζες, επειδή έχουν λάβει κρατικές ενισχύσεις κεφαλαίων για να συνεχίσουν τη λειτουργία τους, βρίσκονται υπό τη συνεχή επιτήρηση της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, έχοντας αναλάβει την υποχρέωση να μειώσουν δραστικά τα μεγέθη των ομίλων τους, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η μείωση του λειτουργικού κόστους είναι καθοριστικός παράγοντας για την επάνοδο των τραπεζών στην κερδοφορία και την παραγωγή αρκετών κερδών, ώστε να μη χρειασθούν πρόσθετες κεφαλαιακές ενισχύσεις από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στο μέλλον.
Έτσι, μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, τα επιχειρησιακά σχέδια των τραπεζών, που έχουν εγκριθεί από την Κομισιόν, προβλέπουν ότι θα πρέπει να κλείσουν περισσότερα από 800 καταστήματα στην Ελλάδα. Παράλληλα, οι τράπεζες θα μειώσουν σημαντικά και το προσωπικό τους, κάτι που επιχειρείται να γίνει με προγράμματα εθελουσίας εξόδου (πρόσφατο το παράδειγμα της Alpha) και όχι με μαζικές απολύσεις.
Σε ό,τι αφορά τα δάνεια και τις καταθέσεις, οι εξελίξεις δεν δικαιολογούν μεγάλη αισιοδοξία. Οι καταθέσεις αυξάνονται μεν, αλλά με πολύ βραδείς ρυθμούς και χωρίς να σταματούν οι δημόσιες συζητήσεις για τον κίνδυνο μαζικής φυγής κεφαλαίων, σε περίπτωση πολιτικής αναταραχής. Οι δε προσδοκίες για νέα παροχή ρευστότητας στην οικονομία δεν φαίνεται ότι θα επιβεβαιωθούν σύντομα, καθώς οι τράπεζες αντιμετωπίζουν ένα πρωτοφανές κύμα «κόκκινων» δανείων, χωρίς να διαθέτουν επαρκή κεφαλαιακή «οχύρωση».
Αφήστε μια απάντηση